- περίλευκος
- -ον, Α1. αυτός που είναι ολόγυρα λευκός, που έχει λευκό περιθώριο, ἡ αυτός που είναι εντελώς λευκός, πάλλευκος, κάτασπρος2. το αρσ. ως ουσ. ὁ περίλευκοςείδος αχάτη3. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίλευκονιμάτιο με λευκή παρυφή.
Dictionary of Greek. 2013.