περίλευκος

περίλευκος
-ον, Α
1. αυτός που είναι ολόγυρα λευκός, που έχει λευκό περιθώριο, ἡ αυτός που είναι εντελώς λευκός, πάλλευκος, κάτασπρος
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ περίλευκος
είδος αχάτη
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ περίλευκον
ιμάτιο με λευκή παρυφή.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • περίλευκος — edged with white masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίλευκον — περίλευκος edged with white masc/fem acc sg περίλευκος edged with white neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλεύκοις — περίλευκος edged with white masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιλεύκῳ — περίλευκος edged with white masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περίλευκα — περίλευκος edged with white neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • περιλεύκιος — ὁ, Α [περίλευκος] (ενν. λίθος) είδος πολύτιμου λίθου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”